- μυθολογοῦσαν
- μῡθολογοῦσαν , μυθολογέωtell mythic talespres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυθολογώ — μυθολόγησα 1. διηγούμαι μυθικές ιστορίες: Τα βράδια μυθολογούσαν γύρω από το τζάκι. 2. ασχολούμαι επιστημονικά με τη μυθολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)